Ο ΣΔ ΙΙ και τα Γηρατειά πηγαίνουν μαζί
Παγκόσμια Γήρανση
Οι ανεπτυγμένες χώρες βιώνουν μια προοδευτική γήρανση του ήδη ηλικιωμένου πληθυσμού. Η συνεχώς μειούμενη θνησιμότητα και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής έχουν από κοινού ανασχηματίσει την ηλιακή δομή του πληθυσμού, στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη. Το προσδόκιμο ζωής κυμαίνεται από τα 76 ως τα 89 χρόνια στις αναπτυγμένες χώρες και έχει ήδη αυξηθεί στις αναπτυσσόμενες.
Οι χρόνιες παθήσεις εξασθενούν την ικανότητα των ηλικιωμένων ατόμων να λειτουργήσουν μέσα στην κοινότητα, επηρεάζουν την ποιότητα ζωής, τόσο των ίδιων όσο και των οικογενειών τους. Συνδέονται με υψηλό κόστος περίθαλψης, το οποίο επιβαρύνει κατά το μεγαλύτερο μέρος του την κοινωνία, με σοβαρές επιπτώσεις στους ασφαλιστικούς φορείς.
Παγκόσμια Επιδημία Σακχαρώδη Διαβήτη
Ο συνολικός αριθμός των ατόμων με διαβήτη προβλέπεται να αυξηθεί από τα 171 εκατομμύρια το 2000, σε 366 εκατομμύρια το 2030. Αυτή τη στιγμή ο ΣΔ ΙΙ επηρεάζει 250 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, με 6 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις κάθε χρόνο. Η παρουσία του ΣΔ ΙΙ είναι υψηλότερη στους άνδρες παρά στις γυναίκες, αλλά υπάρχουν περισσότερες γυναίκες με διαβήτη παρά άνδρες, εξαιτίας του ότι ζουν περισσότερο από τους άνδρες μετά την ηλικία των 65 χρόνων.
Ο αριθμός των ατόμων με διαβήτη αυξάνεται εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού, της γήρανσης, της αστυφιλίας και της αυξανόμενης παρουσίας παχυσαρκίας, καθώς και της έλλειψης φυσικής δραστηριότητας.
Ο Σακχαρώδης διαβήτης είναι μία μεταβολική νόσος, η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης ινσουλίνης, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων στόχων στην ινσουλίνη.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνωρίζει τρεις κύριους τύπους διαβήτη, τύπου I, τύπου II και διαβήτη της κύησης.
Ο διαβήτης τύπου ΙΙ (παλαιότερα αποκαλούμενος μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης), χαρακτηρίζεται από το συνδυασμό ελαττωμένης έκκρισης ινσουλίνης και ελαττωμένης ευαισθησίας των κυττάρων στη δράση της (φαινόμενο που ονομάζεται ινσουλινοαντοχή).
Στα πρώτα στάδια της νόσου, η ελαττωμένη ευαισθησία στη γλυκόζη είναι η κύρια διαταραχή, ενώ τα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα είναι αυξημένα.
Ο ΣΔ ΙΙ δεν διαγιγνώσκεται για πολλά χρόνια, επειδή η υπεργλυκαιμία συχνά δεν είναι αρκετά σοβαρή για να προκαλέσει αξιοπρόσεκτα συμπτώματα. Περίπου το ένα τρίτο όλων των ατόμων με διαβήτη παραμένουν αδιάγνωστα. Παρά ταύτα αυτοί οι ασθενείς διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν μικρο- και μακρο- αγγειακές επιπλοκές.
Επιπλέον ο ΣΔ ΙΙ είναι μια νόσος με αργή εξέλιξη, της εμφάνισης της οποίας προηγείται ατελής ρύθμιση της γλυκόζης (μειωμένα επίπεδα ανοχής γλυκόζης και αυξημένη γλυκόζη νηστείας), που αποτελεί ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ φυσιο-λογικής ομοιοστασίας γλυκόζης και διαβήτη. Π
Εκτός από το διαβήτη και ο προδιαβήτης συνιστά επίσης ένα μεγάλο πρόβλημα δημόσιας υγείας. Το 2003 περίπου 314 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως, ή 8.2% στην ηλικιακή ομάδα 20-79 ετών είχαν μειωμένη ανοχή γλυκόζης. Μέχρι το 2025 ο αριθμός αυτός προβλέπεται να αυξηθεί σε 472 εκατομμύρια, ή 9% του ηλικιωμένου πληθυσμού.
Διάγνωση του Διαβήτη
Η διάγνωση του διαβήτη γίνεται με εκδήλωση οποιουδήποτε από τα παρακάτω συμπτώματα:
- επίπεδα νηστείας της γλυκόζης πλάσματος ίσα με ή ανώτερα από 126 mg/dL (7.0 mmol/l) (μετά από 8 τουλάχιστον ώρες αποχής από πρόσληψη τροφής).
- γλυκόζη πλάσματος ίση με ή ανώτερη από 200 mg/dL (11.1 mmol/l) δύο ώρες μετά από φόρτιση γλυκόζης 75 g από του στόματος- δοκιμασία ανοχής γλυκόζης.
- τυχαίο επίπεδο γλυκόζης πλάσματος ίσο με ή ανώτερο από 200 mg/dL(11.1 mmol/l)
Επιπλοκές
Ο Διαβήτης αποτελεί την κύρια αιτία τύφλωσης, νεφρικής ανεπάρκειας και ακρωτηριασμού των κάτω άκρων. Ένα ποσοστό 70-80% των διαβητικών πεθαίνει από καρδιοαγγειακή νόσο, έτσι ώστε ο ΣΔ ΙΙ να θεωρείται μια από τις κύριες αιτίες θανάτου, μέσω των επιπλοκών από το καρδιοαγγειακό σύστημα. Από άποψη δημόσιας υγείας, οι επιπλοκές του ΣΔ ΙΙ έχουν τεράστιο κοινωνικοοικονομικό κόστος, που οφείλεται στην πρώιμη νοσηρότητα και θνησιμότητα.
Ενώ στοιχεία ιστικής βλάβης μπορεί να βρεθούν σε πολλά οργανικά συστήματα, ωστόσο οι πιο σοβαρές διαβητικές επιπλοκές, παρατηρούνται στους νεφρούς, οφθαλμούς, στα περιφερικά νεύρα και στο αγγειακό σύστημα εξαιτίας μικρο- και μακροαγγειακών βλαβών.
Ο μηχανισμός μέσω του οποίου ο ΣΔ ΙΙ οδηγεί στις επιπλοκές αυτές, είναι πολύπλοκος και δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως κατανοητός. Σε αυτόν εμπλέκονται οι άμεσες τοξικές συνέπειες των υψηλών επιπέδων γλυκόζης, μαζί με την επίδραση της υψηλής αρτηριακής πίεσης, τα υψηλά επίπεδα λιπιδίων καθώς και οι λειτουργικές και δομικές ανωμαλίες των μικρών αιμοφόρων αγγείων .