H χρησιμότητα του Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ) και ο κρίσιμος ρόλος του Ενεργειακού Επιθεωρητή
Μάθε χρήσιμες πληροφορίες για το Πιστοποιητικό Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ) από τον Διπλωματούχο Πολιτικό Μηχανικό Δ.Π.Θ - Ενεργειακό Επιθεωρητή, κ.Χρυσανίδη Αν. Χαράλαμπο...
Πριν από αρκετές δεκαετίες, η βιομηχανία ήταν ο βασικός χρήστης ενέργειας και αποτελούσε παγκοσμίως τον κύριο τομέα ενεργειακής κατανάλωσης. Εδώ και αρκετά χρόνια αυτόν το ρόλο τον έχουν «χρεωθεί» τα κτίρια, καθώς σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κτιριακός τομέας ευθύνεται για το 40% περίπου της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης στην Ευρώπη. Δηλαδή, τα κτίρια αποτελούν πλέον το βασικό «καταναλωτή» ενέργειας, εκτοπίζοντας από την πρώτη θέση το βιομηχανικό τομέα και τον τομέα των μεταφορών.
Επιπροσθέτως, η κλιματική αλλαγή που παρατηρείται στον πλανήτη μας, έχοντας ως άμεση συνέπεια την εμφάνιση του φαινομένου του θερμοκηπίου (υπερθέρμανση της γης απ’ την εγκλωβισμένη θερμότητα) και η ανάγκη της ενεργειακής απεξάρτησης (για γεωπολιτικούς λόγους) από τρίτες χώρες, οδηγούν στην μοναδική οδό, της αναβάθμισης του κτιριακού αποθέματος για τη μείωση των αναγκών σε ενέργεια. Γι’ αυτόν το λόγο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει θεσμοθετήσει σχετική Οδηγία (EPBD 2002/91/ΕΚ) για την Ενεργειακή Απόδοση των Κτιρίων, σε εφαρμογή της οποίας ψηφίστηκε στη χώρα μας ο Ν. 3661/2008 - καθώς και μια σειρά άλλων νόμων, με απώτερο στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια.
Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου, πρέπει απαραιτήτως να κινηθούμε πάνω σε δύο βασικούς άξονες: 1) την αναβάθμιση των υφιστάμενων κτιρίων αλλά και την κατασκευή νεόδμητων, με όσο το δυνατόν μικρότερες απαιτήσεις σε κατανάλωση ενέργειας κατά τη λειτουργία τους (π.χ. Παθητικό Κτίριο, Κτίριο Χαμηλής Ενεργειακής Κατανάλωσης κλπ.), ώστε να περιοριστεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η εκπομπή του επιβλαβούς για την ατμόσφαιρα διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και 2) την ανάπτυξη και ενθάρρυνση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ηλιακή, αιολική, γεωθερμία κλπ.) οι οποίες δεν παράγουν διοξείδιο του άνθρακα.
Βεβαίως, είναι αυτονόητο ότι, η υλοποίηση της ενεργειακής αναβάθμισης των υφιστάμενων κτιρίων παρουσιάζει στην πράξη αρκετές δυσκολίες είτε νομικής φύσεως είτε οικονομικής είτε τεχνικής. Νομικές δυσκολίες, διότι η πλειοψηφία των κτιρίων ανήκουν σε περισσότερους του ενός συνιδιοκτήτες (π.χ. πολυκατοικίες) με αποτέλεσμα σπανίως - και κατ’ εξαίρεση - να μπορούν να συναποφασίσουν και να εκτελέσουν τις απαιτούμενες εργασίες αναβάθμισης των κτιρίων τους. Οικονομικές δυσκολίες, διότι τα ποσά που απαιτούνται για τέτοιας μορφής επεμβάσεις είναι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σχετικά υψηλά, με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τη δύσκολη οικονομική εποχή που διανύουμε, να μην είναι πάντα εφικτό να δαπανηθούν χρηματικά ποσά για μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Τεχνικές δυσκολίες, διότι στα παλαιά κτίρια που αποτελούν κατά πλειοψηφία το κτιριακό απόθεμα της χώρας μας (το 60% των κτιρίων έχει κατασκευαστεί πριν το 1980), είναι συχνά δύσκολο και δαπανηρό να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιθυμούμε.
Προφανώς, σχετικά με την επίλυση των ιδιοκτησιακών (νομικών) προβλημάτων, η λύση εναπόκειται κατά κύριο λόγο στους συνιδιοκτήτες και δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Επίσης, όσον αφορά την οικονομική επιβάρυνση που υπόκεινται οι ιδιοκτήτες προκειμένου να αναβαθμίσουν ενεργειακά το ακίνητό τους, η πολιτεία έχει προνοήσει για την παροχή οικονομικών κινήτρων και την κάλυψη ενός ποσοστού της δαπάνης μέσω επιδοτούμενων προγραμμάτων (π.χ. εξοικονόμηση κατ’ οίκον, χτίζοντας το μέλλον κλπ.). Απομένει λοιπόν η επίλυση των δυσκολιών τεχνικής φύσεως και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εισάγεται ο ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος του Πιστοποιημένου Ενεργειακού Επιθεωρητή.
Η υποχρέωση του Ενεργειακού Επιθεωρητή απέναντι στον ιδιοκτήτη του ακινήτου ολοκληρώνεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση αφορά την αξιολόγηση του κτιρίου με βάση την ενεργειακή του απόδοση και την κατάταξη του στην αντίστοιχη ενεργειακή κατηγορία. Η αξιολόγηση γίνεται με βάση τον ισχύοντα Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΚΕΝΑΚ), ο οποίος χωρίζει την Ελλάδα σε τέσσερεις κλιματικές ζώνες, για καθεμία από τις οποίες θέτει τις ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης που θα πρέπει να πληροί το εξεταζόμενο κτίριο, σε σύγκριση με το «Κτίριο Αναφοράς» για το οποίο θεωρείται ότι ισχύουν οι ανωτέρω ελάχιστες προδιαγραφές.
Αφού ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του κτιρίου ακολουθεί η δεύτερη φάση, όπου ο Ενεργειακός Επιθεωρητής προτείνει στον ιδιοκτήτη όλες τις απαραίτητες εργασίες που θα του αποφέρουν τη βέλτιστη ενεργειακή αναβάθμιση, σε αντιστοιχία με την οικονομική επιβάρυνση που απαιτείται, ώστε η απόσβεση να συντελεσθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και το όλο εγχείρημα να καθίσταται οικονομικά συμφέρον. Να σημειωθεί ότι, η έκδοση Ενεργειακού Πιστοποιητικού δεν υποχρεώνει τον ιδιοκτήτη να προβεί σε οποιαδήποτε εργασία αναβάθμισης, αν ο ίδιος δεν το επιθυμεί. Οι συστάσεις του Ενεργειακού Επιθεωρητή έχουν καθαρά συμβουλευτικό χαρακτήρα, εκτός φυσικά από την περίπτωση που το ακίνητο έχει ενταχθεί σε επιδοτούμενο πρόγραμμα για τέτοιας μορφής εργασίες, οπότε οι συστάσεις πρέπει υποχρεωτικά να υλοποιηθούν. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι, η επιλογή του κατάλληλου Ενεργειακού Επιθεωρητή είναι βαρύνουσας σημασίας, διότι είναι ο επιστήμονας ο οποίος έχοντας την απαιτούμενη τεχνική κατάρτιση (εφαρμογή σύγχρονης μεθοδολογίας, γνώση τεχνικών χαρακτηριστικών νέων υλικών, εμπειρία στην κατασκευή κλπ.), μπορεί με την άρτια και ενδελεχή μελέτη του να επιφέρει οικονομικά οφέλη στον ιδιοκτήτη και να τον απαλλάξει από περιττές και αντιοικονομικές παρεμβάσεις.
Φυσικά, όπως σε κάθε επαγγελματικό κλάδο, αντιστοίχως και σ’ αυτόν έχουν κάνει την εμφάνισή τους κακοί επαγγελματίες, οι οποίοι έχοντας ως στόχο το γρήγορο κέρδος είτε παραποιούν τα αποτελέσματα των ενεργειακών τους μελετών, αναβαθμίζοντας ψευδώς την κατηγορία ενός ακινήτου και εκδίδοντας ανακριβή ενεργειακά πιστοποιητικά είτε υπόσχονται την έκδοση Ενεργειακού Πιστοποιητικού σε ιδιαίτερα χαμηλό κόστος, κάτι που αναπόφευκτα σημαίνει μείωση του χρόνου απασχόλησης και υποβάθμιση της ποιότητας της προσφερόμενης υπηρεσίας.
Ο πολίτης πρέπει να γνωρίζει ότι για να εκδοθεί ένα άρτιο και ακριβές ενεργειακό πιστοποιητικό απαιτούνται τα εξής: α) η συγκέντρωση δικαιολογητικών και μελετών (στοιχεία ιδιοκτήτη, απόσπασμα κτηματολογίου, οικοδομική άδεια, σχέδια πολεοδομίας κλπ.), β) η συλλογή πλήθους στοιχείων κατά την αυτοψία (στοιχεία τοιχοποιίας, κουφωμάτων, σκίασης, θέρμανσης, κλιματισμού κλπ.), γ) η εισαγωγή και επεξεργασία των παραπάνω στοιχείων σε κατάλληλο λογισμικό για την εξαγωγή του τελικού αποτελέσματος αξιολόγησης και δ) η σύσταση των κατάλληλων προτάσεων για την ενεργειακή αναβάθμιση του ακινήτου. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι, όταν κάποιος υπόσχεται την έκδοση πιστοποιητικού σε πολύ χαμηλό κόστος, δε θα αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο και δε θα επιδείξει τη δέουσα προσοχή κατά τη διεκπεραίωση των παραπάνω βημάτων, με άμεση συνέπεια αφενός το ενεργειακό πιστοποιητικό που θα μας παραδώσει να είναι ανακριβές και να μην ανταποκρίνεται στην πραγματική εικόνα του ακινήτου, αφετέρου οι συνιστώμενες προτάσεις παρέμβασης - εφόσον υπάρχουν - να μην επιτυγχάνουν το βέλτιστο αποτέλεσμα στον άξονα απόδοση - κόστος.
Σε αυτό το σημείο κρίνουμε σκόπιμο ν’ αναφερθούμε σε μία ακόμη στρεβλότητα που αποτελεί χαρακτηριστικό της νοοτροπίας που έχουμε αναπτύξει ως Έλληνες πολίτες. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στο γεγονός ότι η πλειοψηφία των ιδιοκτητών έχουν παρεξηγήσει την έννοια του Ενεργειακού Πιστοποιητικού και το ρόλο του Ενεργειακού Επιθεωρητή. Μπορούμε να πούμε ότι είναι μάλλον σύνηθες το φαινόμενο όπου, η υποχρέωση έκδοσης Ενεργειακού Πιστοποιητικού αντιμετωπίζεται με καχυποψία και θεωρείται - λανθασμένα - από τους πολίτες και τα Μ.Μ.Ε. ως μία πρόσθετη γραφειοκρατική διαδικασία και ως ένα επιπλέον «χαράτσι», το οποίο θεσμοθετήθηκε από το κράτος απλώς και μόνο για να επιβαρύνει οικονομικά τους ιδιοκτήτες. Είναι υποχρέωση του Ενεργειακού Επιθεωρητή να βοηθήσει τους πολίτες να κατανοήσουν ότι, μέσω μιας άρτιας Ενεργειακής Επιθεώρησης και με την επιλογή ορθών παρεμβάσεων, μπορούν - εφόσον το επιθυμούν – να αναβαθμίσουν ενεργειακά το ακίνητο τους, αυξάνοντας την εμπορική και μισθωτική του αξία. Είναι αξιοσημείωτο ότι, κατά την αρχική εφαρμογή του προγράμματος «Εξοικονόμηση κατ’ οίκον», τα κριτήρια ένταξης περιορίζονταν σε ακίνητα με ημερομηνία έκδοσης οικοδομικής άδειας προ της 31-12-1979. Με τη συμπλήρωση ενός έτους ισχύος του θεσμού της ενεργειακής επιθεώρησης και την έκδοση των πρώτων πιστοποιητικών, διαπιστώθηκε η κακή ενεργειακή κατάσταση των κτιρίων της χώρας μας και αποφασίστηκε η επέκταση των κριτηρίων σε κτίρια με ημερομηνία έκδοσης άδειας αρχικά μέχρι τις 31-12-1989 και άνευ χρονικού περιορισμού στην τελική μορφή του προγράμματος. Άλλωστε, οι ισχύουσες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβάλλουν στην Ελλάδα μέχρι το 2015 να έχει μειώσει κατά 9% την τελική χρήση ενέργειας στον κτιριακό τομέα, ενώ όλα τα κτίρια που θα κατασκευάζονται από 31 Δεκεμβρίου 2020 κι έπειτα θα πρέπει να ανήκουν στην κατηγορία κτιρίων σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης.
Συνοψίζοντας καταλήγουμε ότι, ο ρόλος του Ενεργειακού Επιθεωρητή δεν περιορίζεται απλώς στην διεκπεραίωση μιας τυπικής ενεργειακής επιθεώρησης και στην έκδοση ενός πιστοποιητικού με γραφειοκρατικό χαρακτήρα, αλλά πρέπει να διαθέτει όλες εκείνες τις γνώσεις - θεωρητικές και πρακτικές - ώστε να είναι σε θέση να συμβουλεύσει κατάλληλα τους ιδιοκτήτες προκειμένου να βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση των ακινήτων τους, είτε με την ενεργειακή θωράκιση του χώρου τους είτε με την αναβάθμιση των μηχανολογικών εγκαταστάσεων και συστημάτων. Συνεπώς, επειδή ο ρόλος του Ενεργειακού Επιθεωρητή είναι επιστημονικός, είναι παρακινδυνευμένο να επιλέγεται με μοναδικό κριτήριο την τιμή. Όπως σε όλα τα επιστημονικά επαγγέλματα, η επιλογή θα πρέπει να γίνεται βάσει συνδυασμού κριτηρίων, όπως η επιστημονική του επάρκεια, η συνέπεια και η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει τη διαδικασία της ενεργειακής επιθεώρησης. Η επιλογή ενός ευσυνείδητου και καταρτισμένου ενεργειακού επιθεωρητή, θα αποδώσει σε βάθος χρόνου μεγαλύτερο όφελος από μία μικρή εξοικονόμηση που μπορεί να πετύχουμε βραχυπρόθεσμα στην αμοιβή του.