Skip to the content

Ο ρόλος των πεποιθήσεων στη δίαιτα

Ο ρόλος των πεποιθήσεων στη δίαιτα

Η κα. Μίαρη Παναγιώτα, Διαιτολόγος - Διατροφολόγος, μας εξηγεί πως τα πιστεύω μας κατα τη διάρκεια της δίαιτας μας μπορούν να επηρεάσουν και να καθορίσουν το τελικό αποτέλεσμα...

Αρχικά χρειάζεται να δοθεί μια ερμηνεία για το τι είναι η «πεποίθηση», ενώ στη συνέχεια θα κατανοήσετε με ποιόν τρόπο εμπλέκεται στην προσπάθειά μας να χάσουμε λίπος, και με ποιόν τρόπο μπορούμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας  ώστε να αλλάξει τις αρνητικές πεποιθήσεις που στέκονται εμπόδιο στην προσπάθειά μας.

Η «πεποίθηση» είναι η απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτό που πιστεύει ή ισχυρίζεται κανείς ισχύει πραγματικά, ενώ στο σύνολό τους οι πεποιθήσεις αποτελούν το σύνολο των αρχών στις οποίες καθένας πιστεύει με σταθερότητα.  Για παράδειγμα, μια πεποίθηση η οποία μπορεί να συνδέεται με την διατροφή και η οποία στέκεται εμπόδιο στην προσπάθειά μας για δίαιτα μπορεί να είναι η εξής: «Έφαγα περισσότερο φαγητό από όσο έπρεπε, συνεπώς χάλασα τη δίαιτα, άρα αφού την χάλασα δεν έχει νόημα να συνεχίσω να προσπαθώ…» και ως εκ τούτου «…θα συνεχίσω να την χαλάω». Αυτή είναι μια αυτόματη «παχυντική σκέψη» η οποία δημιουργεί δυσάρεστα συναισθήματα στον διαιτώμενο, η οποία έρχεται αυτόματα και καταιγιστικά στο μυαλό του και έχει τόση δύναμη ώστε τελικά μειώνει τόσο πολύ τις αντιστάσεις του με αποτέλεσμα να νιώθει ανίκανος στο να συνεχίσει τη δίαιτα. Τα συναισθήματα που συνήθως συνοδεύουν αυτές τις σκέψεις είναι συναισθήματα ενοχής – τίψεων, θυμός, απογοήτευση, φόβος αποτυχίας, αδυναμία, αυτολύπηση και άλλα.

Σύμφωνα με τον Albert Ellis, η λογικο-θυμική προσέγγιση είναι μια θεωρία η οποία στηρίζεται στην πεποίθηση πως οι συναισθηματικές δυσκολίες οφείλονται σε λανθασμένες και παράλογες δοξασίες οι οποίες μπορούν να αλλάξουν με έλεγχο των λογικών διαδικασιών, της λογικής σκέψης του ατόμου.   Το δύσκολο κομμάτι εδώ είναι ο διαχωρισμός των σκέψεων οι οποίες εμπλέκονται άμεσα με τα συναισθήματα, καθώς ένα δυσάρεστο συναίσθημα σχεδόν πάντα συνοδεύεται από αρνητικές σκέψεις. Σύμφωνα με την θεωρία του Albert Ellis, αυτό που χρειάζεται είναι η αποσαφήνιση της σκέψης από παραλογισμούς έτσι ώστε και ο εσωτερικός διάλογος του ανθρώπου να ξαναβρεί τη λογική του, οπότε και τα συναισθήματά του θα γίνουν πιο θετικά. Ο Ellis αναγνωρίζει 11 παράλογες ιδέες που έχουν εντυπωθεί στον Δυτικό τουλάχιστον πολιτισμό και είναι οι εξής:

  1. Είναι απολύτως απαραίτητο να αγαπιέται κανείς, να τον εκτιμούν και να τον αποδέχονται όλοι στο περιβάλλον του.
  2. Για να αξίζει κάποιος θα πρέπει να είναι ικανός, επαρκής και να επιτυγχάνει σε όλα.
  3. Μερικοί άνθρωποι είναι κακοί και γι αυτό πρέπει να κατηγορούνται και να τιμωρούνται.
  4. Η δυστυχία είναι αποτέλεσμα εξωτερικών γεγονότων τα οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει.
  5. Αν κάτι είναι επικίνδυνο και βλαβερό, αυτό πρέπει συνέχεια να απασχολεί τη σκέψη του ανθρώπου.
  6. Είναι πιο εύκολο να αποφεύγει κανείς τις δυσκολίες και την προσωπική ευθύνη παρά να τις αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο.
  7. Οι άνθρωποι είναι απαραίτητο να βασίζονται στους άλλους και να έχουν την υποστήριξη κάποιου ισχυρότερου.
  8. Οι προηγούμενες εμπειρίες και γεγονότα στη ζωή ενός ανθρώπου καθορίζουν την τωρινή του συμπεριφορά και δεν μπορούν να αλλάξουν.
  9. Οι άνθρωποι πρέπει να απασχολούνται και να στεναχωριούνται με τα προβλήματα των άλλων.
  10. Υπάρχει πάντοτε μια σωστή και συγκεκριμένη απάντηση σε κάθε πρόβλημα και είναι καταστροφικό αν ο άνθρωπος δεν μπορέσει να την βρει.

Ο Ellis χρησιμοποιεί ένα μοντέλο συμπεριφοράς που το ονομάζει ABC (A=activating – ενεργοποίηση, B= belief system – σύστημα πεποιθήσεων, C= consequence  - συνέπεια), όπου (Α) είναι το γεγονός, το συμβάν που ενεργοποιεί τον άνθρωπο. Το σύστημα πεποιθήσεων του ανθρώπου (Β), αξιολογεί το συμβάν (Α), και ως αποτέλεσμα έχουμε την συναισθηματική αντίδραση (Γ). 

Για παράδειγμα: έστω ότι ένας διαιτώμενος (Α) καταναλώσει ένα γλυκό το οποίο δεν ήταν σχεδιασμένο να υπάρχει μέσα στο διαιτολόγιό του, τότε το σύστημα των πεποιθήσεών του (Β) θα αξιολογήσει το συμβάν ως κάτι αρνητικό, κάτι το οποίο «δεν έπρεπε» να γίνει, και ως αποτέλεσμα έχουμε την συναισθηματική αντίδραση (Γ) όπου το άτομο νιώθει ανίκανο να πειθαρχήσει ή να συνεχίσει την προσπάθειά του για δίαιτα.

Ο διαιτολόγος χρειάζεται να είναι σε θέση μέσα από τις κατάλληλες ερωτήσεις να αναγνωρίσει ποιες είναι οι αυτόματες - αρνητικές σκέψεις οι οποίες στέκονται εμπόδιο στην προσπάθεια ενός διαιτώμενου να φτάσει τον στόχο του. Η αδυναμία τόσο του διαιτώμενου όσο και του διαιτολόγου να αναγνωρίσουν από πού προέρχονται οι προβληματικές συμπεριφορές, καθιστούν δύσκολη την επίτευξη του στόχου που έχουν θέσει από την αρχή της 1ης συνεδρίας. Φυσικά, είναι σημαντικό να μπορεί να διακρίνει ο διαιτολόγος εάν ο διαιτώμενος μπορεί να αλλάξει τις αρνητικές του πεποιθήσεις με θετικές για μια πιο ποιοτική και αποτελεσματική έκβαση και πότε ο διαιτώμενος χρειάζεται περισσότερη βοήθεια ώστε να τον παραπέμψει σε ψυχολόγο. Λόγω της φύσης της θεραπείας υπάρχουν ορισμένες ομάδες ανθρώπων που δεν μπορούν να βοηθηθούν από αυτήν όπως είναι τα άτομα με σοβαρές ψυχικές ασθένειες που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα, άτομα με σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες, νοητική στέρηση και αυτισμός. 

Τι μπορούμε να κάνουμε να κάνουμε όμως εμείς για αυτό? Η γνώση είναι δύναμη. Κατανοώντας τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί και συμπεριφέρεται ο ανθρώπινος νους, μπορούμε να αναδομήσουμε τις αρνητικές σκέψεις με θετικές. Για παράδειγμα: Διαπιστώνοντας,  ότι η αρνητική πεποίθηση η οποία με εμποδίζει να πετύχω τον στόχο μου είναι η εξής «Αφού δεν τα έχω καταφέρει τις προηγούμενες φορές, άρα δεν θα τα καταφέρω και τώρα», την αναγνωρίζουμε, ρωτάμε τον εαυτό μας «πόσο λογική μπορεί να είναι αυτή η σκέψη?», «ισχύει αυτή η σκέψη?», «τι περνούσε από το μυαλό μου πριν αρχίσω να αισθάνομαι έτσι?», «αν αυτό ισχύει, τι σημαίνει για μένα?» κλπ.

Στη συνέχεια, χρειάζεται να δοθεί μια πιο λογική ερμηνεία σχετικά με την αρχική υποβόσκουσα πεποίθηση όπως «το ότι δεν τα κατάφερα τις προηγούμενες φορές, δεν σημαίνει πως δεν μπορώ να τα καταφέρω και τώρα». Το τι συνέβη στο παρελθόν μας δεν χρειάζεται να καθορίζει και δεν είναι ικανό (αν εμείς δεν το επιτρέψουμε) να καθορίζει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές μας τις μελλοντικές. Εφ όσων το συνειδητοποιήσουμε και το κατανοήσουμε αυτό, τότε θα μπορέσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε (ο οποίος μέχρι τώρα δεν ήταν λειτουργικός και αποτελεσματικός), τον τρόπο που νιώθουμε και τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε σε ότι αφορά τους στόχους που έχουμε θέσει και αποφασίσει  ότι θέλουμε και οι οποίοι σχετίζονται με τη διαχείριση του σωματικού μας βάρους.

Βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να επιτευχθούν τα μέγιστα οφέλη από μια τέτοια παρέμβαση είναι οι διαιτώμενοι να το «επιθυμούν», «να νιώθουν ότι χρειάζονται καθοδήγηση» και να διαθέτουν  νοητική περιέργεια, ευκαμψία και ευφυϊα καθώς και τη θέληση να εργαστούν «οι ίδιοι». 

(2 Αξιολογήσεις)