Η Ντροπή στον εαυτό, στη σχέση, στην ψυχοθεραπεία
H ψυχολόγος κα. Πεχλιβανίδου – Παπαθανασίου Κατερίνα μας μιλάει για την ντροπή, αυτό το πολύπλευρο συναίσθημα που όλοι έχουν αντιμετωπίσει και τις περισσότερες φορές με δυσκολία έχουν διαχειριστεί...
Ορισμός της ντροπής και είδη αυτής: Η ντροπή αποτελεί ένα ενσυνείδητο συναίσθημα, που είναι άρρηκτα δεμένο με την σχέση μας με τον εαυτό μας και ένα κομμάτι αυτής εγείρεται στο πλαίσιο της αυτοκατηγορίας. Υπάρχουν πολλά είδη ντροπής, όπως η οντολογική, η υγιής, η τοξική, η οξεία, ή χρόνια κ.λ.π. Η ντροπή μπορεί να γίνει περισσότερο αντιληπτή, μέσα από την σύγκριση και την αντιπαράθεση της με την ενοχή. Και τα δύο αυτά συναισθήματα, αποτελούν αρνητικές αντιδράσεις στον εαυτό, με τη διαφορά, ότι ενώ η ντροπή αναφέρεται στην βασική φύση και ύπαρξη ενός ανθρώπου και αποτελεί ένα συναίσθημα που αφορά όλο τον εαυτό, ως να μην είναι αρκετός, η ενοχή είναι ένα συναίσθημα που συνοδεύει το κάνω κάτι κακό, βλάπτω κάποιον, παραβαίνω κάποιον ηθικό ή νομικό κώδικα. Μέσα στο σύστημα ενοχής- ντροπής συχνά δεν υπάρχει διέξοδος, και το άτομο δεν έχει παρά να επιλέξει ανάμεσα στους φορείς που ασκούν πίεση προς αυτό, είτε προς την μια, είτε προς την άλλη κατεύθυνση, δεν έχει παρά να επιλέξει ανάμεσα στο να νιώθει κακός ή ανεπαρκής.
Ατομικές διαφορές: Η ντροπή είναι μια πολυδιάστατη εμπειρία, μια και αποτελεί ένα ατομικό φαινόμενο το όποιο βιώνεται με κάποιον τρόπο και σε κάποιο βαθμό από κάθε πρόσωπο, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και ένα οικογενειακό, διαγεννετικό και πολιτιστικό φαινόμενο. Για το λόγο αυτό, παρατηρούνται πολλές διαφορές στην προδιάθεση των ανθρώπων προς την ντροπή, ανάλογα με το φύλλο, την κουλτούρα στην οποία ανήκουν, την θρησκεία, την ηλικία, την ικανότητα κ.λ.π.
Εαυτός και γένεση της ντροπής: Ο δεσμός που συνδέει δυο άτομα δημιουργεί μια διαπροσωπική γέφυρα ανάμεσα τους. Η γέφυρα αυτή στη συνεχεία γίνεται το μέσον που διευκολύνει την μεταφορά αμοιβαίας κατανόησης, ανάπτυξης και αλλαγής. Αυτή η βασική διαδικασία, διακόπτεται οπότε η γέφυρα κόβεται. Το σημαντικό βήμα, γίνεται όταν ένα σημαντικό πρόσωπο, με κάποιο τρόπο, σπάει την διαπροσωπική γέφυρα με τον άλλο και μέσα σε αυτά τα ερείπια, βρίσκει τον χώρο να γεννηθεί η ντροπή.
Η ατομικιστική θεώρηση της ντροπής σε αντιπαράθεση με τη σχεσιακή θεώρηση αυτής: Ο εξατομικευμένος αποκομμένος εαυτός, είναι η βασική θεώρηση στην ατομικιστική θεώρηση, η οποία είναι ουσιαστικά μια θεώρηση ντροπής, με την ντροπή όπως την ξέρουμε και την αισθανόμαστε να αποτελεί την βάση της εμπειρίας εαυτού. Εξαιτίας του ότι η σκληρή αλήθεια δεν μπορεί να απαλυνθεί ή μεταμορφωθεί μέσα στους ορούς του μοντέλου, το χαρακτηριστικό της υγείας και της ωριμότητας γίνεται η ικανότητα να διαχειρίζομαι, αρνούμαι, και αποζημιώνω για ένα διαρκές επίπεδο ντροπής που λειτουργεί στο παρασκήνιο και το όποιο μπορεί να απειλεί να μεταλλαχθεί κάθε στιγμή, σε μη αποζημίωση, ή επικίνδυνα επίπεδα παλινδρόμησης, αποτυχίας και πανικού. Μια καινοτομία και χρήσιμη πρόκληση σε αυτό το μοντέλο εαυτού αποτέλεσε η δουλειά του Goodman (1964; 1994 as cited in Lee & Wheeler, 2008) που τοποθέτησε τις λειτουργίες του εαυτού, από κάπου αποκλειστικά μέσα στο πολύ ιδιωτικό άτομο, κάπου ανάμεσα ή πάνω από τον Δυτικό εαυτός-άλλος διαχωρισμό, σε μια θέση, όπου επιχειρεί να λύσει ή επεξεργαστεί την εμπειρία εαυτού- πεδίου σαν ένα. Στο μοντέλο του πεδίου, αυτός είναι ο ακριβής ορισμός της ντροπής “η μη αποδοχή του προσωπικού εαυτού και των αναγκών του, η μη αποδοχή των χαρακτηριστικών και επιθυμιών του, από το κοινωνικό πεδίο όπου η διαδικασία ενσωμάτωσης του εαυτού προσπάθεια λάβει χώρα”.
Μοντέλο Γκεστάλτ και ντροπή: Εφόσον η ντροπή αποτελεί ένα σχεσιακό φαινόμενο και θεωρούμε ότι είναι ο ρυθμιστής πολλών κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, τότε, θα μπορούσαμε να την κατανοήσουμε καλυτέρα, μέσα από ένα ψυχολογικό οπτικό πεδίο που έχει επίσης σχεσιακό υπόβαθρο. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, που η θεωρία Γκεστάλτ έχει αντιμετωπίσει από παλιά το φαινόμενο της ντροπής, αν και συχνά χωρίς να αναφέρεται ονομαστικά σε αυτή
Η πυξίδα της ντροπής: Για πολλούς από εμάς, σχεδόν κάθε συναίσθημα είναι καλύτερο από την ντροπή. Αν είναι να μετατρέψουμε την εμπειρία της ντροπής σε κάτι λιγότερο επώδυνο, τότε χρειάζεται να αναπτύξουμε μερικές ομάδες αμυντικών σεναρίων, που να υιοθετούν μια τέτοια μετάβαση. Ανάλογα με το ερέθισμα που πυροδότησε το συναίσθημα της ντροπής, ένα άτομο θα διαλέξει μια αμυντική στρατηγική που καλύτερα ταιριάζει στις συγκεκριμένες συνθήκες. Σε κάθε τέτοια ακολουθία γεγονότων, θα πετάξει σε ένα από τα τέσσερα σημεία της πυξίδας: την απόσυρση, την επίθεση άλλου, την επίθεση εαυτού, ή την αποφυγή.
Παρατεταμένες αντιδράσεις στην ντροπή: Αυτό που αναγνωρίζεται μετά από μια παρατεταμένη εμπειρία ντροπής, είναι το συναισθηματικό υποκατάστατο αυτής, που κείτεται σε ένα σημείο πάνω στους άξονες ντροπή- οργή και ντροπή-κατάθλιψη.
Σύνδρομα βασισμένα στην ντροπή: Με το που εσωτερικεύεται, η τοξική ντροπή αποκτά λειτουργική αυτονομία, με αποτέλεσμα να μπορεί να πυροδοτηθεί εσωτερικά, χωρίς να απαιτείται η παρουσία κάποιου εξωτερικού ερεθίσματος. Αρκεί κάποιος να φανταστεί μια κατάσταση ή να εμπλακεί σε ένα τιμωρητικό εσωτερικό διάλογο για να αισθανθεί βαθειά ντροπή. Η τοξική ντροπή αποτελεί την ρίζα και το καύσιμο, όλων των εθιστικών και κακοποιητικών συμπεριφορών, καθώς επίσης και πολλών διαταραχών προσωπικότητας, όπως η ναρκισσιστική διαταραχή και η αποσυνδετική (διχαστική) διαταραχή.
Θεραπευτική προσέγγιση της ντροπής
Θεραπευτής και ντροπή: Ο τρόπος με τον οποίο οι θεραπευτές αναγνωρίζουν και χειρίζονται την ντροπή και τον φόβο τους να ντροπιαστούν (π.χ., με ανοχή, προσοχή, ή αμυντικότητα) μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στο θεραπευτικό αποτέλεσμα, καθώς επίσης και στην εποπτική σχέση (π.χ., η ντροπή μπορεί να είναι ο βασικός λόγος που σημαντικό υλικό δεν αποκαλύπτεται στην εποπτεία).
Η θεραπεία της ντροπής ακολουθεί τον σχεσιακό δρόμο: Η αποτελεσματική θεραπεία με την ντροπή, προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο είδος σχέσης και στάσης θεραπευτή. Ο προσανατολισμένος στην ντροπή άνθρωπος, δεν μπορεί να θεραπευτεί παρά μόνο, μέσα στο πλαίσιο μιας πρόσωπο με πρόσωπο επαφής και για το λόγο αυτό η θεραπεία της τοξικής ντροπής αποτελεί μια κοινωνική διαδικασία.
Η ντροπή, μια φαινομενολογική εμπειρία του πελάτη ή μια ερμηνευτική επιβολή του θεραπευτή: Η θεραπεία Γκεστάλτ μέσα από την φαινομενολογική της προσέγγιση, θέτει ένα σαφές όριο, με τους θεραπευτές να μην λένε στον πελάτη τους και να μην ερμηνεύουν αντί αυτού τι είναι αυτό που εκείνος βιώνει, ούτε να τον οδηγούν στο να ενδοβάλει την άποψη τους.
Θεραπευτικοί Στόχοι: Σε ένα γενικότερο επίπεδο, οι θεραπευτικοί στόχοι της θεραπείας Γκεστάλτ είναι οι ίδιοι είτε αυτή περιέχει, είτε όχι ένα κομμάτι ντροπής. Κατά συνέπεια, ο θεραπευτής είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να γνωρίσει και να αναγνωρίσει την πρωταρχική εμπειρία κάποιου, σε σχέση με την επαφή στο πεδίο οργανισμού /περιβάλλοντος, να δράσει με γνώμονα αυτή την αναγνώριση και να εμπιστευτεί ότι η ανάπτυξη αναδύεται από την αλληλεπίδραση. Ο ειδικός στόχος στη δουλειά με την ντροπή και την ενοχή, είναι η αύξηση της επίγνωσης και της επιλογής πάνω στη διαδικασία της ντροπής και της ενοχής. Να απελευθερωθεί δηλαδή το άτομο, από αυτόματες και μεγάλες επιθέσεις στον εαυτό, να πετύχει μια συμπαγή, ασφαλή και γενικά θετική και σπλαχνική αίσθηση εαυτού και να έχει μια αίσθηση ντροπής και ενοχής, που να είναι αρμόζουσα και λογικά καθοδηγούμενη, από την ίδια την πνευματικότητα του, τις αξίες και τις ανάγκες του σε μια διαδικασία επαφής εαυτού-άλλου.
Το θεραπευτικό ταξίδι: Στην αρχή της θεραπείας, οι πελάτες μπορεί να έχουν επίγνωση κάποιων εκφάνσεων της ντροπής, αλλά στερούνται την επίγνωση της κεντρικής κοινής διαδικασίας, που υπογράφει αυτές τις αρνητικές στάσεις, καθώς επίσης και το λεξιλόγιο να εκφραστούν πάνω σε αυτό το θέμα. Σταδιακά, μέσα από μια αργή διαδικασία, η ύπαρξη της ντροπής περνά από το φόντο του πελάτη στην επίγνωση αυτού. Η ντροπή δουλεύεται μέσα από μια πληθώρα προσεγγίσεων, όπως είναι η αναπτυξιακή δουλειά, η επικέντρωση στο εδώ και τώρα, η ανάπτυξη θετικού γονέα, τα πειράματα επαφής, η σύγκριση με τον ιδανικό εαυτό, η επικέντρωση στο γνωστικό, η κίνηση, η χρήση της μάσκας, η δουλειά με την αναστροφή κ.λ.π.